- πολλοστῶς
- πολλοστόςfar on in the ordinal series firstadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολλοστώς — Α επίρρ. βλ. πολλοστός … Dictionary of Greek
πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… … Dictionary of Greek